- μυρτοειδής
- -ές1. όμοιος με τα μύρτα ή με τον καρπό τής μυρσίνης2. φρ. «μυρτοειδής μυς»ανατ. ο μυς που αποτελεί μοίρα τού ρινικού μυός και εκφύεται από το φατνιακό έπαρμα3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρτοειδήβοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.