μυρτοειδής

μυρτοειδής
-ές
1. όμοιος με τα μύρτα ή με τον καρπό τής μυρσίνης
2. φρ. «μυρτοειδής μυς»
ανατ. ο μυς που αποτελεί μοίρα τού ρινικού μυός και εκφύεται από το φατνιακό έπαρμα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρτοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”